Thursday, December 13, 2007

ΟΙ ΚΗΦΗΝΕΣ

Όπως όλοι οι κηφήνες έτσι και αυτός είχε φύγει από τη πολύ βοή της κυψέλης. Δεν ήξερε αν του άρεζε που ήταν μόνος, μάλον είχε συνηθίσει στη παρουσία των άλλων. Τί θα έκανε τώρα, που θα πηγαίνε.


Ένιωθε μια αβεβαιότητα, σχεδόν θυμό γιατί τον είχαν διώξει τόσο βίαια, ακόμα ένιωθε τρόμο από το κυνηγητό των εργατριών που πριν λίγο καθόντουσανμαζί, τί τους έπιασε ξαφνικά. Όσο και αν παιδευόταν συμπέρασμα δεν έβγαζε.


Απόφάσισε οτι έπρεπε να βρεί τους άλλους, που να είχαν πάει όμως.


Έβαλε έτσι σκοπό να γυρίσει όλο το βουνό για να τους βρεί. Πετούσε σα τρελός ανάμεσα στα δέντρα κάνοντας όσο περισσότερο θόρυβο μπορούσε για να δώσει σημεία ζωής, να δηλώσει την παρουσία του.


Κάπως έτσι τον βρήκε η ανοιξιάτικη νύχτα πάνω σε ένα πολύχρωμο και μεθυστικά ευωδιαστό τριαντάφυλλο, ήταν πολύ κουρασμένος αλλά μέσα του είχε την ελπίδα οτι αύριο θα τους έβρισκε, θα ξανάσμιγαν, οι άλλοι θα είχαν μια λύση. Δεν κατάλαβε πως τον πήρε ο ύπνος, ούτε ξύπνησε μέσα στη νύχτα από εφιαλτικά όνειρα.


Η πρωινή δροσιά του γέμισε θάρος και ορμή, σήμερα ήταν η μέρα του, το ένιωθε μέσα στα σωθικά του, θα ολοκλήρωνε τον προορισμό του.Θα έβρισκε τους άλλους.


Οι ώρες που περιπλανήθηκε είχαν φανεί σαν αιώνες αλλά τον είχε αποζημοιώσει η ομορφιά της φύσης, το θέαμα που ποτέ δεν είχε δεί σε ολοκληρη τη ζωή του, οι ήχοι του δάσους, οι φωνές των άλλων ζωών, των πουλιών. Αυτό ήταν που του έδεινε δύναμη, που του έδινε ζωή και πάνω από όλα η προσμονή να βρεί τους όμοιους του, να τα διηγηθεί όλα και να αρχίσουν όλοι μαζί τη νέα τους ζωή.


Οι σκέψεις τον είχαν συνεπάρει και δε κατάλαβε οτι γυρνούσε από την άλλη πλευρά του βουνού είχε σχεδόν φτάσει κάπου εκεί κοντά στην παλιά του κυψέλη. Του το θύμισε το γνωστό βουητό του σμήνους που επέστεφε από την απογευματινή έξοδο.


Τότε ήταν που στα δεξιά του άκουσε τους άλλους κηφήνες να τον φωνάζουν και ναι τους είδε μαζεμένους πάνω στα φύλλα ενός καταπράσινου δέντρου, να είναι όλοι εκεί. Τους πλησιάσε και παρόλο που χάρηκε για την αντάμωση κάτι μέσα του έσπασε όταν τους είδε όλους φοβισμένους.


Πρόσεξε μη σε δουν οι εργάτριες του φώναξε μια γνωστή φωνή, θα σε κεντρίσουν, πρόσεξε...


Τότε συνειδητοποίησε οτι ήταν ο μόνος που είχε κάνει όλο εκείνο το φανταστικό ταξίδι, ο μόνος που είχε χάσει μια ημέρα.


Έδωσε μια δυνατή στα φτερά του και συνέχισε το πέταγμα, με την τελευταία του δύναμη έφτασε σε ένα τριαντάφυλλο που έμοιαζε με το χθεσινό. Κάθισε και παρακολουθούσε από απόσταση τους άλλους να συνωστίζονται στις φυλλωσιές.


Κάθως ο ήλιος έδυε και τα χρώματα στο λουλούδι του άχρισαν να χάνονται και να ξεθωριάζουν. Σκέφτηκε, με πικρή είναι η αλήθεια χαρά, το ταξίδι του, αύριο θα συνέχιζε όμως παρακάτω.


Πάλι καλά που το λουλούδι του δεν άντεχε πολύ βάρος.


Εκείνη τη νύχτα τα όνειρα του ήταν πιο ανήσυχα, δε τον πείραξε καθόλου, το πρωΐ όμως ήξερε οτι θα τον αποζημιώνε.

No comments: